- απόσταν
- επίρρ. обл с тех пор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποστάν — ἀφίστημι put away aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek
καταταμός — ο [κατατάσσω] ησυχία, ανάπαυση («απόσταν εξημέρωσε, καταταμό δεν έχω», Πανώρ.) … Dictionary of Greek